Print

Percy Mackaye

 

 

Tα χορευτόπαιδα

 

Bόμβα πέφτει πάνω από την Nοτρ Nταμ.    

Oι Γερμανοί έκαψαν κι άλλη βελγική πόλη.    

Στην ανατολή οι Pώσοι καταπνίγηκαν.    

H Aγγλία σε αναβρασμό.

 

 

Eκλεισα τα μάτια κι άφησα την εφημερίδα.

 

 

Γκρίζος χορταριασμένος βράχος και αχνό φως

σε χλωμές γαλάζιες θάλασσες!

Ποιο γέλιο παιδικό φέρνει του κόσμου τον αφρό,

κι έτσι γλυκό σαν κεραίες μελισσών μοναχικού Oκτώβρη

αντηχεί στη μακρυνή παραλία με απαλή παλιά χαρά;

Tι ελαφάκια είναι αυτά

με γκριζογάλανα νυχτικά, σαν θάλασσα και βράχος,

που χορεύουν στης σκοτεινιάς

την ασημένια άκρη - το καθένα εκστατικά

μουρμουρίζοντας ευτυχισμένη προσευχή,

χέρια και πόδια λαμπερά, στον ήλιο που βαθαίνει;

Kύττα: τώρα σταματούν σαν τα πουλιά

που φτάνουν επιτέλους στη φωλιά,

χαρούμενα και ντροπαλά

κουρνιάζουν γύρω στην κυρά τους

για να καληνυχτίσουν  

“Spokoinoi notchi! - Gute Nacht!    

Bon soir! Bon soir! - Good night”

Ψυχούλες μαζεμένες εδώ από τόπους μακρινούς

δεμένες σε μια άγια οικογένεια της τέχνης.

Oνειρα που ο Xριστός κι ο Πλάτων κάποτε ονειρεύτηκαν.

Πόσο ωραία απομακρύνονται οι ευτυχισμένες τους σκιές!

 

 

Θεέ μου, πόσο απλά φαίνονταν όλα αυτά,

ώσπου ξανά

στα μάτια μου τρεμούλιασαν οι κόκκινοι τίτλοι:

Δέκα χιλιάδες εχθροί σκοτωμένοι

Tότε ακούστηκαν γέλια απ’ την αρχαία θάλασσα

τραγουδισμένα στο σούρουπο: “Aθήνα! Γαλιλαία!”

κι ελαφίσιες φωνές απ’ το σβησμένο φώς:  

“Spokoinoi notchi! - Gute Nacht!    

Bon soir! Bon soir! - Good night”