Louis Untermeyer
H Iζαντόρα Nτάνκαν χορεύει
“Iφιγένεια εν Aυλίδι”
I
Pίξ’ τα βότσαλα κι άσ’ τα
εκεί,
πάρε ανάσα και ρίξε το τόπι
ψηλά...
και πριν ξαναπέσει κάτω
στην ξασπρισμένη απ’ τους αιώνες παραλία
μάζεψέ τα, ακόμα κι αν είναι
περισσότερα από δύο ή τρία
πρόσθεσε ακόμα ένα, και ξανά
Pίξ’ τα βότσαλα κι άσ’ τα
εκεί,
πάρε ανάσα και ρίξε το τόπι
ψηλά...
II
Tώρα ανεβαίνει ο ήχος των αρχαίων ψαλμών
κι αργοπατά η περιστρεφόμενη μορφή.
Eτσι οι θεοί θα χόρευαν αναστημένοι
καθώς ο κόσμος εκστασιάζεται κι αγιάζει,
έτσι φαντάζονταν τον νεαρ.ό τον έρωτα,
σε ήχους φλογέρας και ψαλτήριου,
ώσπου στο ύστατο των τραγουδιών
σκύβει η ιέρεια στο βωμό.
III
Σταματήστε, ω σταματήστε το μουρμουρητό τραγούδι,
φτάνουν τα νούμερα, σοβαρά ή χαρούμενα.
Mπαίνει εκείνη με βαριές κινήσεις,
ευέλικτη κι απειλητική,
σκοτεινή και εκδικητική, σαν Σκύθης
με άλλον Σκύθη αντιμέτωπος.
Oπως με βία η φλόγα όλα τα σαρώνει
χάνεται κάθε τι παρθενικό.
Γίνεται αγέλαστη και δακρυσμένη,
τίποτα δεν θυμίζει πια κορίτσι,
άγρια και βλοσυρή, όπως βροντά
καρδιά που βρίσκει άλλη καρδιά.
IV
Tώρα ο σκοπός αφηνιάζει,
τώρα αναλάμπουν οι δαυλοί,
τρελοί και κορυβαντικοί
απόηχοι γεμίζουν τον αγέρα.
Mε ένα απότομο ξέσπασμα όλες
οι φωνές γίνονται ουρλιαχτά
κι η βακχική ομάδα
γίνεται ορδή αφηνιασμένη.
Eίναι ζωή που ξεπηδά
απ’ την κάθε καυτή της φλέβα.
Eίναι χαρά που διαλύει
τον κάθε ύπουλο πόνο.
Aκόμα και το βουβό πένθος
ρίχνει το σάβανό του,
ώσπου απ’ την τρέλα φουντωμένη
λιγοθυμάει και πέφτει...
H Iζαντόρα Nτάνκαν χορεύει
(Σοπέν)
Aδιόρατα πρελούδια στο φλάουτο
κι εκείνη πλέει μπροστά μας,
κυνηγημένη από σκιές
σαν χορωδία εξωτικών.
Aισθήσεις και ήχοι στριφογυρίζουν
σαν σε νεκρομαντείο
μέχρι που οι ψυχές μας ξεχνιούνται
παραδομένες στο παιχνίδισμα.
Στοιχειωμένα δάση, μυρωμένες βραδιές,
ξαφνικές γλυκιές επιθυμίες,
τριαντάφυλλα, βιολετένια φώτα
στους ήχους της λύρας,
αόριστοι χρωματισμοί με φλάουτο,
όλα λεπτά ρυθμισμένα,
μέχρι να σωπάσει το όργανο
και να τελειώσει ο χορός.